Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλέπιση — η (Μ ἐκλέπιση) νεοελλ. αφαίρεση τών λεπιών ψαριών ή τού φλοιού καρπών μσν. κλώσσημα αβγών, εκκόλαψη νεοσσών … Dictionary of Greek
πτισμός — ὁ, Α [πτίσσω] εκλέπιση, καθαρισμός τού κριθαριού … Dictionary of Greek